- διασκευαί
- διασκευήconstructionfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διασκευή — η (Α διασκευή) 1. διαρρύθμιση, τακτοποίηση, διόρθωση 2. τροποποίηση, μετατροπή λογοτεχνικού κειμένου αρχ. 1. διακόσμηση 2. ενδυμασία, στολή 3. διασκευαί εντυπωσιακές φράσεις … Dictionary of Greek
ГАЗИС — [греч. Γαζῆς] Феодор (ок. 1400, Фессалоника 1475/76), греч. ученый, философ, гуманист, переводчик. Входил вместе с др. визант. гуманистами (Иоанн Аргиропул, Михаил Апостолис, Андрей Каллист, Георгий Трапезундский) в окружение кард. Виссариона… … Православная энциклопедия